H προέλευση του κανονιού ανιχνεύεται στην Αρχαία Ελλάδα και τον Πυθαγόρα ή την Αιγυπτιακή Άρπα. Παίρνει το όνομά του από την αρχαία Ελληνική λέξη κανών. Επίσης, εμφανίζεται στο Βυζάντιο με το όνομα “ψαλτήριον”.. Είναι ένα αναπόσπαστο στοιχείο της Αραβικής μουσικής από τον 10ο αιώνα. Η λέξη κανονάκι σημαίνει “νόμος” στα Αραβικά, και η λέξη στα αγγλικά είναι “canon”. Αυτή η ονομασία πιθανώς δώθηκε στο όργανο επειδή είναι το όργανο που έχει τοποθετημένο τον κανόνα των συχνοτήτων για τα άλλα οργανα και τους τραγουδιστές.
Το σώμα του κανονιού αποτελείται από μία ξύλινη σε τραπεζοειδές σχήμα βάση πάνω στην οποία στηρίζονται τεντωμένες 81 χορδές και χωρισμένες σε τριάδες, με 24 νότες όπου κάθε νότα απαρτίζεται απο τρεις χορδές. Το όργανο στηρίζεται επίπεδα στα γόνατα του μουσικού ή σε τραπέζι ή βάση. Οι χορδές του παίζονται με δύο πλήκτρα, σε σχημα νυχιού που τοποθετούνται με ειδικά δαχτυλίδια στους δείκτες των χεριών. Μια μακριά γέφυρα στην δεξιά πλευρά του οργάνου πατάει πάνω σε δέρμα κατσίκας (ή ψαριού) το οποίο καλύπτουν παράθυρα που μεταδίδουν την αντίχηση στο κουτί. Στη αριστερή πλευρά, κάθε ενότητα χορδών περνάει πάνω από μια σειρά μικρών χάλκινων επιπέδων που χρησιμεύουν στην μεταβολή της νότας σε μόρια του τόνου.
Μιας και το κανονάκι περιέχει έτοιμες 8 μόνο νότες για κάθε οκτάβα, ο μουσικός προετοιμάζει τα επίπεδα αυτά να δημιουργήσει το εκάστοτε μακάμ. Σε περίπτωση μετατροπίας ή έλξεων στην μελωδία, ο μουσικός αλλάζει κάποια από τα επίπεδα με το αριστερό χέρι την ώρα που παίζει με το δεξί. Γρήγορη μετατροπία επίσης επιτυνχάνεται με τα νύχι του αριστερού αντίχειρα υψώνοντας στιγμιαία τον τόνο των χορδών πανω στις οποίες πιέζει ο μουσικός.
Εξερευνήστε άλλα παραδοσιακά όργανα: